διατάκτης

διατάκτης
διατάκτης
assigner of posts
masc nom sg
διατακτέω
issue a decree
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διατάκτης — ο (AM διατάκτης) αυτός που διατάζει, εντολοδότης νεοελλ. δημόσιος λειτουργός εξουσιοδοτημένος να εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο ή δημοσιολογική αρχή που εκδίδει εντάλματα πληρωμής από το δημόσιο ταμείο αρχ. αυτός που επιβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • διατακτής — και διαταχτής, ο 1. αυτός που δίνει διαταγές 2. διαθέτης …   Dictionary of Greek

  • διατάκται — διατάκτης assigner of posts masc nom/voc pl διατάκτᾱͅ , διατάκτης assigner of posts masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατάκτην — διατάκτης assigner of posts masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατακτώ — διατακτῶ ( έω) (Α) [διατάκτης] εκδίδω διαταγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”